σολοικοειδής

σολοικοειδής
-ές, ΜΑ
αυτός που φαίνεται σόλοικος.
επίρρ...
σολοικοειδῶς Α
με σόλοικο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόλοικος + -ειδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σολοικοειδῆ — σολοικοειδής solecistic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σολοικοειδής solecistic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σολοικοειδής solecistic masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικοειδές — σολοικοειδής solecistic masc/fem voc sg σολοικοειδής solecistic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικοειδῶς — σολοικοειδής solecistic adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • σολοικώδης — ῶδες, Α [σόλοικος] σολοικοειδής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”